- κραταιός
- -ή, -ό, θηλ. και -ά (AM κραταιός, -ά, -όν, Α θηλ. και -ή)1. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος (α. «κραταιή δυναστεία» β. «κραταιά αυτοκρατορία» γ. «θάνατος και μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ.δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», Πίνδ.ε. «ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγεν ὑμᾱς κύριος ἐντεῡθεν», ΠΔ)2. σθεναρός, τολμηρός (α. «κραταιή επέμβαση» β. «ἔπος ἐκβαλεῑν κραταιόν», Πίνδ.)3. (για πράγματα) ανθεκτικός, σκληρός («τόξων κραταιῶν καὶ μεγάλων», Πλούτ.)αρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ κραταιάτο φυτό χελιδόνιο2. (για έδαφος) πετρώδες ή λιθόστρωτο3. φρ. αστρολ. «κραταιοὶ ἡγεμόνες» — μερικές κατώτερες θεότητες που παράλληλα με τις ανώτερες προΐσταντο τών ζωδιακών άστρων.επίρρ...κραταιώς (AM κραταιῶς)ισχυρά, δυνατά, σθεναρά («κραταιῶς διαφυλάττειν», Φιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κραται- (< κράτος*), κατά το παλαιόςκατ' άλλους, ο τ. κραταιός σχηματίστηκε υποχωρητικά από το θηλ. κραταιή < *κράταια, θηλ. τού κρατύς (πρβλ. Πλαταιαί: πλατύς)].
Dictionary of Greek. 2013.